κακοποιήσεις

κακοποιήσεις
κακοποίησις
fem nom/voc pl (attic epic)
κακοποίησις
fem nom/acc pl (attic)
κακοποιέω
do ill
aor subj act 2nd sg (epic)
κακοποιέω
do ill
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …   Dictionary of Greek

  • υβριοπάθησις — ήσεως, ἡ, Μ [ὑβριοπαθῶ] το να υφίσταται κανείς προσβολές ή κακοποιήσεις από κάποιον …   Dictionary of Greek

  • υβριοπαθώ — έω, Α υφίσταμαι προσβολές ή κακοποιήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕβρις, ιος + παθῶ (< παθής< πάθος), πρβλ. δεινο παθώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”